- κραδαστικός
- η , ό[ν] вибрационный;
κραδαστικόν μηχάνημα — вибрационный аппарат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κραδαστικόν μηχάνημα — вибрационный аппарат
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κραδαστικός — ή, ό [κραδαίνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κραδασμό ή προκαλεί κραδασμούς, δονητικός. επίρρ... κραδαστικώς και ά με κραδασμούς … Dictionary of Greek